- πριγκιπικά
- επίρρ. τροπ., σαν πρίγκιπας: Πέρασα πριγκιπικά στην εξοχή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καπουκεχαγιάς — (capu kehaya). Ο αντιπρόσωπος των υποτελών ηγεμόνων και του οικουμενικού πατριάρχη στην Υψηλή Πύλη, κατά την περίοδο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Αρχικά ονομάζονταν κεχαγιάδες οι συνοικιάρχες και οι εκπρόσωποι των συντεχνιών (εσνάφια).… … Dictionary of Greek
μπαρόκ — Η λέξη μπαρόκ, ως όρος χαρακτηρισμού ενός ρυθμού, είχε αρχικά έννοια αρνητική και μειωτική. Μόνο κατά τα τελευταία χρόνια ο Ιταλός γλωσσολόγος Μπρούνο Μιλιορίνι και άλλοι Γάλλοι επιστήμονες κατόρθωσαν να εξακριβώσουν την αρχική έννοια του όρου.… … Dictionary of Greek
Λα Τεν — (La Tene). Τοποθεσία στη λίμνη της Νεσατέλ της Ελβετίας, όπου ανακαλύφθηκαν ίχνη ενός προϊστορικού οικισμού, ή μάλλον ενός τόπου λατρείας, με άφθονα μετάλλινα αντικείμενα, κυρίως όπλα. Παρόμοια αντικείμενα, ανάλογου σχήματος, βρέθηκαν στη Γαλλία … Dictionary of Greek